- συμπεριφοράς, ψυχολογική θεωρία της-
- (γνωστή και με το διεθνή όρο «μπεχαβιορισμός» από το αγγλικό behavior = συμπεριφορά). Είναι η θεωρητική κίνηση που εγκαινίασε στην Αμερική ο Γουάτσον το 1913, και που προβάλλει ως μοναδικό και επαρκές αντικείμενο μελέτης της ψυχολογίας τη συμπεριφορά του ανθρώπου και των ζώων. Η θεωρία του Ουάτσον, που αρνείται κάθε επιστημονική αξία στη μέθοδο αυτοπαρατηρησίας εξαιτίας της απόλυτης υποκειμενικότητας της, αντιδρούσε στην τάση που επικρατούσε την εποχή εκείνη να θεωρούν τη συνείδηση ως κύριο αντικείμενο της μελέτης της ψυχολογίας.
Ο όρος «συμπεριφορά», κατά τον ορισμό που του έδωσε ο Πιερόν το 1907, δείχνει τον τρόπο ζωής και ενέργειας, τις αντικειμενικές εκδηλώσεις της συνολικής δραστηριότητας των έμψυχων όντων. Ο όρος «διαγωγή» δείχνει, κατά το Ζανέ, μερικές ιδιαίτερες όψεις ή γραμμές ενέργειας της συμπεριφοράς: π.χ. η σχολική διαγωγή. Η ψυχολογία της συμπεριφοράς, στηριζόμενη στις θεμελιώδεις αυτές έννοιες, περιόριζε επομένως το πεδίο της επιστημονικής ψυχολογίας στη μελέτη των φυσιολογικών εκείνων αντιδράσεων, π.χ. μυϊκών ή ενδοκρινικών, που μπορούσαν να καταγραφούν με κατάλληλα όργανα ή να διαπιστωθούν άμεσα από περισσότερους παρατηρητές. Φιλοδοξία του Ουάτσον ήταν ουσιαστικά να μετατρέψει την ψυχολογία σε θετική επιστήμη, όπως η φυσική ή η χημεία.
Όλες οι ψυχικές διαδικασίες ανάγονταν σ’ ένα σχήμα ερεθισμού - απάντησης: «...όταν έχουμε έναν ορισμένο ερεθισμό, η ψυχολογία μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η απάντηση...», «...όταν έχουμε μια απάντηση, μπορούμε να καθορίσουμε τον ερεθισμό που την προκάλεσε» (Γουάτσον, 1919). Στο σχήμα αυτό τόσο ο ερεθισμός όσο και η απάντηση θεωρούνται φαινόμενα που μπορούν να μετρηθούν αντικειμενικά.
Εκτός από τις έκδηλες συμπεριφορές του παραπάνω τύπου, υπάρχουν, κατά τον Ουάτσον, και «άδηλες συμπεριφορές», οι οποίες συνίστανται σε αδιόρατες κινήσεις των περιφερειακών οργανισμών, όπως π.χ. του λάρυγγα, που αποτελούν μια σιωπηρή γλώσσα, με την οποία η κλασική ψυχολογία της συμπεριφοράς ταυτίζει τη σκέψη.
Κατόπιν η ψυχολογική θεωρία της συμπεριφοράς συνέβαλε σημαντικά (κυρίως με το έργο του Κλαρκ Χολ) στη μελέτη της μάθησης και τόνισε την αξία του περιβάλλοντος στο σχηματισμό και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας. Για τη μελέτη της μάθησης χρησιμοποίησε τη μέθοδο των εξαρτημένων ανακλαστικών, που τα εισήγαγε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ και τα συνέστησε ως κύρια μέθοδο για τις μελέτες στο πεδίο αυτό. Η απόδοση εξάλλου αποφασιστικού ρόλου στους παράγοντες του περιβάλλοντος παραμένει βασικό χαρακτηριστικό της επιστημονικής προσωπικότητας του Ουάτσον, ο οποίος έφτανε ως το σημείο να αρνείται οποιαδήποτε αξία στους κληρονομικούς παράγοντες. Συνολικά, με τον πολεμικό και ανακαινιστικό τόνο της, η ψυχολογική θεωρία της συμπεριφοράς είχε αρχικά μεγάλη απήχηση κυρίως στις ΗΠ., αλλά με τον καιρό οι ενθουσιασμοί που είχε προκαλέσει εξασθενούσαν, γιατί εμφανίζονταν αντιφάσεις και κενά της θεωρίας. Η έντονη μηχανοκρατία, π.χ. έδινε και πάλι εξέχουσα σημασία σε μια ατομιστική αντίληψη, που η ψυχολογία της συμπεριφοράς ήθελε αντίθετα να ξεπεράσει. Η διαδικασία αιτιολόγησης της διαγωγής, που την αρνούνταν επίμονα στην αρχή, έγινε πάλι δεκτή από τον Τόλμαν στα πλαίσια μιας «συμπεριφοράς από πρόθεση». Τελικά η αυτοπαρατηρησία αποκαταστάθηκε από τον Ουάτσον με τη μορφή προφορικού απολογισμού της διαγωγής. Παρόλα αυτά στην ψυχολογία της συμπεριφοράς ανήκει η τιμή ότι παρακίνησε σε μια επιστημονικότερα αντικειμενική στάση στη νεώτερη ψυχολογία.
Σχέδιο που εικονίζει τη συμπεριφορά ενός νήπιου απέναντι σε ένα βρέφος που αντιμετωπίζει μια δυσκολία (1). Το νήπιο το βοηθά δίνοντάς του την αρκούδα (2). Το βρέφος την δίνει πίσω παίζοντας (3). Το νήπιο παρατηρεί τώρα με αδιαφορία (4).
Dictionary of Greek. 2013.